ικανοδότης

ικανοδότης
ἱκανοδότης, ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, -ιδος (ΑΜ)
αυτός που παρέχει ασφάλεια, εγγύηση, ο εγγυητής
αρχ.
αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + -δοτης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. εργο-δότης, τροφο-δότης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἱκανοδότας — ἱκανοδότᾱς , ἱκανοδότης one who gives security masc acc pl ἱκανοδότᾱς , ἱκανοδότης one who gives security masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ικανοδοτώ — ἱκανοδοτῶ, έω (Α) [ικανοδότης] παρέχω εγγύηση …   Dictionary of Greek

  • ικανός — ή, ό (ΑΜ ικανός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την επιδεξιότητα να κάνει κάτι, επιδέξιος 2. αυτός που έχει τη δύναμη να κάνει κάτι 3. (για πράγματα, καταστάσεις ή χρόνο) επαρκής, πολύς, ικανοποιητικός («έκτοτε διέρρευσε ικανός χρόνος») 4. (με κακή σημ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”