- ικανοδότης
- ἱκανοδότης, ὁ, θηλ. ἱκανοδότις, -ιδος (ΑΜ)αυτός που παρέχει ασφάλεια, εγγύηση, ο εγγυητήςαρχ.αυτός που ανταποδίδει, αυτός που ανταμείβει.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκανός + -δοτης (< δότης < δίδωμι), πρβλ. εργο-δότης, τροφο-δότης].
Dictionary of Greek. 2013.